- Τορόντο (Toronto)
- Πόλη (612.289 κάτ.), του νοτιοανατολικού Καναδά, πρωτεύουσα της ομόσπονδης επαρχίας Οντάριο. Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης Οντάριο, στο σημείο που εκβάλλει σε αυτήν ο ποταμός Χάμπερ, σε μια ελαφρά κυματοειδή περιοχή. Είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας μετά το Μόντρεαλ και είναι οικονομικό, βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο από τα σπουδαιότερα του Καναδά. Οι βιομηχανίες της είναι σημαντικές στους τομείς της μεταλλομηχανουργίας (αυτοκίνητα, σιδηροδρομικό υλικό, γεωργικές μηχανές), των ναυτιλιακών ειδών, της διατροφής (κονσερβοποίηση κρεάτων, ζυθοποιία, αλευροποιία) και των γραφικών τεχνών· το λιμάνι της έχει ζωηρότατη εμπορική κίνηση. To T., που είναι επίσης πολιτιστικό κέντρο μεγάλου ενδιαφέροντος και έδρα του πανεπιστημίου που ιδρύθηκε το 1827 με την ονομασία King’s College, χρονολογείται από το πρώτο μισό του 17ου αι.: εκείνη όμως την εποχή δεν ήταν παρά μια μέτρια αγορά γουναρικών, προστατευόμενη από ένα οχυρό. Η πόλη, που αποτέλεσε το μήλο της έριδας μεταξύ Γάλλων καν Άγγλων, περιήλθε τελικά στους τελευταίους, οι οποίοι την ονόμασαν Υόρκη και την εξέλεξαν πρωτεύουσα του Άνω Καναδά το 1796. Τ. ονομάστηκε το 1834 και το 1867 έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας Οντάριο.
Τορόντο, η «πύλη του πρίγκηπα», εκθεσιακό κέντρο στην καναδική πόλη.
Dictionary of Greek. 2013.